ΜΙΚΡΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΚΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΟΥ 14ου – 16ου ΑΙ
δρ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΡΓ. ΜΕΡΤZΙΜΕΚΗΣ Αρχαιολόγος
Η πρώτη ασφαλής αναφορά στο Λογγό, χωρίς να διευκρινίζεται, εάν πρόκειται για τη χερσόνησο ή το χωριό, γίνεται το 1298 σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1282-1328), το οποίο φυλάσσεται στο αρχείο της μονής Μεγίστης Λαύρας. Το έγγραφο, μεταξύ των άλλων, μας πληροφορεί ότι η μονή κατέχει «.. .εις τον Λογγόν μετόχια δύο…». Δύο χρόνια αργότερα, το 1300, σε άλλο έγγραφο από το αρχείο της ίδιας μονής, αναφέρεται για πρώτη φορά ότι η μονή Μεγίστης Λαύρας κατέχει «Εις το χωρίον τον Λογγόν ετέρα γη εν διαφόροις τμήμασι…». Η αναφορά αυτή αποτελεί την παλαιότερη γνωστή πηγή, η οποία δηλώνει την ύπαρξη του χωριού Λογγός (σημ. Συκιά).
Η δυναστεία των Παλαιολόγων, με την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης το 1261 και την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα αγιορει-τικά ζητήματα. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής αποτελεί και η παραχώρηση κτημάτων στην περιοχή του χωριού Λογγός από τον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο προς την μονή Μεγίστης Λαύρας. Συγκεκριμένα, από έγγραφο που φυλάσσεται στην ίδια μονή και χρονολογείται από το 1304 αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες για τον λόγο, αλλά και τον τρόπο που απέκτησε η Μεγίστη Λαύρα τις μετοχιακές της κτήσεις στο Λογγό. Μετά από αίτηση του λαυριώτη μοναχού Μύρωνα προς τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο για παραχώρηση καλλιεργούμενων εκτάσεων και βοσκότοπων, διότι η κτηνοτροφία εντός του Αγίου Όρους φαίνεται ότι ήταν ασύμφορη, αλλά και «.εκτός της τάξεως του τυπικού.», αποφασίζεται η παραχώρηση των εκτάσεων αυτών να γίνει στην κτηματική περιφέρειατου χωριού Λογγός και να αγοραστούν έναντι του ποσού των διακοσίων εξήντα υπέρπυρων.
Τρία από τα πολλά μετόχια, που παραχωρήθηκαν στη Μεγίστη Λαύρα στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Λογγός, ήταν του οσίου Αθανασίου, του αγίου Νικολάου και των αγίων Αναργύρων. Αποτελεί απλή σύμπτωση άραγε ότι ο ενοριακός ναός της Συκιάς είναι τρισυπόστατος και είναι αφιερωμένος στον άγιο Αθανάσιο, στον άγιο Νικόλαο και στους αγίους Αναργύρους; Μάλλον θα πρέπει να ερευνηθεί η υπόθεση, ο ενοριακός ναός του χωριού κατά την ίδρυσή του να ήταν αφιερωμένος στον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Μετά την πυρπόληση και την καταστροφή του χωριού το 1821 από τους Τούρκους, που είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψή του, μάλλον ξεχάστηκε η αρχική αφιέρωση προς τον Αθωνίτη άγιο και ο νέος ανακαινισμένος ναός, το 1839 (περίπου), αφιερώθηκε στον άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, στον οποίο τιμάται μέχρι σήμερα.
Από το πλούσιο αρχείο της μονής Μεγίστης Λαύρας αντλούμε και την επόμενη πληροφορία, η οποία μας ενημερώνει ότι το χωριό Λογγός διοικητικά ανήκε στο κατεπα-νίκιο του Άκρους. Συγκεκριμένα σε έγγραφο του 1321 ανα-φέρεται ότι η μονή κατέχει μετόχια «.Εν τω κατεπανικίω Άκρους εις το χωρίον τον Λογγόν.». Την ίδια περίοδο στην περιοχή του χωριού Λογγός κτήματα κατέχουν και δύο ακόμη αθωνικές μονές, η Δοχειαρίου και η Ξενοφώντος.
Η οργάνωση των αγιορειτικών μετοχίων απαιτούσε την προσέλκυση καλλιεργητών, από τους οποίους φαίνεται ότι ιδρύθηκαν νέες οικιστικές μονάδες, οι οποίες στην πορεία εξελίχτηκαν σε χωριά και ενισχύθηκαν πληθυσμι-ακά τα υφιστάμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα νέων κατοίκων είναι οι λεγόμενοι πάροικοι, οι οποίοι παραχω-ρήθηκαν σε μονές του Αγίου Όρους για τα κτήματά τους εκτός Αγίου Όρους. Επρόκειτο για εξαρτημένους καλλιεργητές και κτηνοτρόφους, των οποίων η προέλευση μας είναι άγνωστη. Στο πλαίσιο αυτό το 1321 καταγράφονται στο χωριό Λογγός 33 οικογένειες παροίκων που ανήκαν στην μονή Μεγίστης Λαύρας.
Δυστυχώς, οι πηγές από τις οποίες εκμαιεύουμε τις λιγοστές αναφορές για το χωριό Λογγός είναι ολιγάριθμες και περιορίζονται στα βυζαντινά έγγραφα, τα οποία περιγράφουν τα περιουσιακά στοιχεία των αγιορειτών στην περιοχή. Η επόμενη πληροφορία προέρχεται από έγγραφο του 1341, στο οποίο αναφέρεται ότι η μονή Δοχειαρίου είχε «.. .Μετόχιον εις τον λεγόμενον Λογγόν, εις όνομα τιμώμενον των αγίων Αποστόλων, έτερον εις όνομα τιμώμενον της υπεραγίας Θεοτόκου και του αγίου Νικολάου.». Το ίδιο έγγραφο μας ενημερώνει ότι το μετόχι «.περικόπτει τον εκείσε βασιλικόν δρόμον, τον από του Λογγού απερχόμενον εις του Σάρτη…». Αυτή είναι η τελευταία γνωστή έμμεση αναφορά του χωριού Λογγός. Ακολουθεί σιωπή των πηγών για δύο και πλέον αιώνες. Δεν γνωρίζουμε εάν και κάτω από ποιες συνθήκες εγκαταλείπεται το χωριό Λογγός. Οι πηγές συνεχίζουν να τον αναφέρουν, αλλά, όταν χρησιμοποιείται το όνομα, εννοείται η χερσόνησος ή αναφέρεται ως χειμαδιό και τόπος («.περί τινός τόπου εις τον Λογκόν…», «… υπέπεσον εν φιλονικία δια τινα τόπον εν τω Λογγώ…», «.νομήν περί τα μέρη του Λογγού…», «.και χειμαδείον περί του Λογγού.»). Το ζήτημα που εύλογα προκύπτει είναι, εάν η έλλειψη μνείας του χωριού Λογγός στα επίσημα έγγραφα σηματοδοτεί την εγκατάλειψη και ερήμωσή του. Δεν γνωρίζουμε, εάν οι γνωστές από τις πηγές πειρατικές επιδρομές των Τούρκων στην περιοχή (1344-1345) και η χολέρα που έπληξε την Βαλκανική (1348-1352), ή κάποια άλλη αιτία ωθεί τους κατοίκους του χωριού σε μερική ή ολική φυγή ή την διασπορά τους στα μετοχιακά συγκροτήματα και οικισμούς της περιοχής. Στο τελευταίο συνηγορεί και η προφορική παράδοση του χωριού, η οποία αναφέρει ότι η Συκιά δημιουργήθηκε από την συνένωση των οικισμών: Επισκοπής, Αρβανίτη, Λημνιούς, Παλαιόχωρας και Παντε-λεήμονα. Προς το παρόν μένουμε στις υποθέσεις, διότι οι πηγές δεν μας βοηθούν να δώσουμε σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.
Το χρονικό διάστημα από τον 15ο έως το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, όταν οι πηγές σταματούν την αναφορά τους στο χωριό Λογγός, συνεχίζουν να μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα μικρά ή μεγάλα μετόχια που κατέχουν οι αθωνικές μονές Μεγίστης Λαύρας, Βατοπεδίου, Διονυσίου, Κουτλουμουσίου, Παντοκράτορος, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, Καρακάλλου, Αγίου Παύλου, Ξενοφώ-ντος, Σίμωνος Πέτρας, Αγίου Παντελεήμονος και Εσφιγμένου στην περιοχή. Την περίοδο αυτή λαμβάνει χώρα και η μετονομασία του χωριού από Λογγός σε Συκιά.
Η παλαιότερη αναφορά του ονόματος Συκιά γίνεται το 1521, όταν για πρώτη φορά συναντάμε στις πηγές το Engir Limany (=Συκιάς λιμάνι). Από οθωμανικό κατάστιχο του 1568 πληροφορούμαστε ότι οι μονές Διονυσίου, Δοχειαρίου και Ξενοφώντος κατείχαν «χειμαδιό βοοειδών και βουβαλιών στην τοποθεσία Λιμάνι Συκιάς». Παρόλα αυτά το πρώτο επίσημο έγγραφο, το οποίο μας πληροφορεί για την ύπαρξη της Συκιάς ως χωριού, είναι ο βακουφναμές της αγιορειτικής μονής του Αγίου Παντελεήμονος, από το 1569. Συγκεκριμένα το έγγραφο αναφέρει ότι μεταξύ των κτημάτων – μετοχίων της μονής υπάρχει και «Το εν τη θέσει Λογ-γός τσιφλίκιον το γειτνιάζον εις το χωρίον Συκιά .».
Μία ιεροδικαστική απόφαση από τον Ιούλιο του 1583, που αφορά διαφορά των Συκιωτών, παπα – Νικόλα και του αδελφού του Αντώνη με τον Γιώργη του Στασινού για ένα νερόμυλο στο ρέμα του Πλατανιτσίου, είναι το πρώτο γνωστό επίσημο έγγραφο με ονόματα κατοίκων της Συκιάς. Στην ίδια απόφαση ως μάρτυρες υπογράφουν ο εμίνης (τουρκ. emin = επιστάτης) της Συκιάς, Κώστας Καλά, ο οποίος είναι ο πρώτος γνωστός τοπικός άρχοντας (;) του χωριού, καθώς επίσης και ο παπα -Γιώργης, ο οποίος με τον ενάγοντα παπα – Νικόλα αποτελούν τους πρώτους γνωστούς ιερείς της Συκιάς.
Κατά τους επόμενους αιώνες (17ο – 19ο), μετά την εγκατάλειψη της Τορώνης (δεύτερο μισό του 17ου αι.) και του Σάρτη (αρχές του 18ου αιώνα), η Συκιά ενσωματώνει την κτηματική τους περιφέρεια και γίνεται η μοναδική οργανωμένη κοινότητα στο νότιο τμήμα της χερσονήσου με μία από τις μεγαλύτερες κτηματικές περιφέρειες στη Χαλκιδική. Ταυτόχρονα αναπτύσσεται ως διοικητικό και οικονομικό κέντρο και ξεκινά μια ανοδική πορεία, που την καθιστά το κεφαλοχώρι της περιοχής.